αλαχτάριστος

αλαχτάριστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός τον οποίο δε λαχταρά κανείς: Έλειπε πολλά χρόνια και πίστευε πως στον τόπο του ήταν πια αλαχτάριστος.
2. αυτός που δε δοκίμασε μεγάλες συγκινήσεις, λαχτάρες: Πολύ λίγες μέρες είχε περάσει αλαχτάριστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλαχτάριστος — η, ο [λαχταριστός] 1. αυτός που δεν τόν επιθυμεί κανείς υπερβολικά, μη λαχταριστός, μη επιθυμητός 2. αυτός που δεν λαχτάρησε, που δεν υπέστη έντονες συγκινήσεις 3. (το ψάρι) που δεν λαχταράει, δεν σπαρταρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”